Το παρακάτω σουρεαλιστικό ευθυμογράφημα γράφτηκε στα τέλη του 2004. Επικεντρώνεται κυρίως στην τότε σχολή μου, του τμήματος “Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών”, και στα προβλήματά της, καθώς και σε άλλα θέματα, όπως στη δυσκολία αναζήτησης εργασίας μετά τη σχολή, στη μη σύνδεση πολλών αντικειμένων της σχολής με την αγορά εργασίας, στην τότε εκμετάλλευση από τους εργοδότες και άλλα παρόμοια.
Προειδοποιώ τον αναγνώστη ότι είναι υπεύθυνος για οτιδήποτε διαβάσει. Οποιεσδήποτε ψυχικές και διανοητικές βλάβες παρατηρηθούν αμέσως μετά την ανάγνωση αυτού τουαριστουργήματοςκειμένου, είναι σίγουρο ότι προϋπήρχαν και μάλιστα κατά πάσα πιθανότητα υφίστανται είτε προ γενετής είτε πριν τη κοσμογονική δημιουργία. Μάλιστα, η αυτοδιάγνωση για τον προσδιορισμό τους είναι πολύ απλή: Αρκεί μετά την ανάγνωση να αναρωτηθείτε “αν σας άρεσε τοθαυμαστό και εξαίσιο αυτό αριστούργημακείμενο”. (Η ερώτηση είναι απλώς για να σας αποπροσανατολίσει… Οποιαδήποτε απάντηση και να δώσετε, ήδη θα έχετε διαβάσει το κείμενο και θα είναι πολύ αργά…)
Ένα βιαστικό πρωινό
Καθώς έκλεινα βιαστικά την εξώπορτα η ματιά μου έπεσε στο ρολόι του χωλ. Όντως ήμουν αρκετά αργοπορημένος και μάλλον θα έχανα για τα καλά την πρώτη ώρα. Βγαίνοντας από το στενάκι ποδαράτος όπως πάντα και στρίβοντας δεξιά προς την οδό Ακαδημίας είδα να ξεπροβάλει για μια ακόμη φορά εντός του οπτικού μου πεδίου η σχολή μου. Τι κι αν βρίσκονταν δυόμισι χιλιόμετρα μακριά θαμένη μέσα σε ένα πυκνό δάσος από πολυκατοικίες, ήταν αδύνατο να μην είναι ορατή… Το χαρακτηριστικότερο όλων των κτισμάτων της ήταν το κτίριο της σχολής μου, του τμήματος «ακροβατών μηχανικών και μηχανικών θηριοδαμαστικής», ένα πανύψηλο τσιμεντένιο οικοδόμημα που θυμίζει κάποιο από εκείνα τα μουντά εργοστάσια της Σιβηρίας, με ένα άρωμα ανάμεσα σε γκούλαγκ, Κολοσσαίο και πύργου της Πίζας. Μπροστά του ορθώνονταν έναν θεόρατος τοίχος, εμπνευσμένος σίγουρα από το wall των Pink Floyd.
«Μα, προς τι ένα τέτοιο μέγεθος;» θα απορούσε κανείς… Κι όμως, τα κτίρια της σχολής δεν ήταν πάντα τόσο ψηλά. Οι αρχιτεχνονικές αλλαγές ήταν πολύ πρόσφατες. Θα ήταν, δεν ήταν πριν δύο χρονάκια που πάρθηκε η απόφαση από τη σύγκλητο να μπουν ψηλά τείχη γύρω από τη σχολή. Η αιτία ήταν και πάλι εκείνοι οι θεοπάλαβοι οι φοιτητές που γράφονταν στο μάθημα του ανθρώπου-βλήματος, ξέρετε, εκείνο με το κανόνι. Και να πει κανείς πως ήταν υποχρεωτικό… επιλογής ήταν! Μα κυκλοφορούσε η φήμη ότι περνιόταν πολύ εύκολα και πάρα πολλοί φοιτητές το προτιμούσαν! Όπως και πολύ εύκολα περνιόταν και ο χαμηλός τότε τοίχος περίφραξης του χώρου μαζί με τα προστατευτικά δίχτυα. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου κάποιος από τους νυσταγμένους καμικάζι απέκλινε ελαφρώς από την πορεία του και το πού θα έπεφτε ένας Θεός το γνώριζε. Θυμάμαι, μια φορά έναν κοντούλη από δαύτους, Γιώργο Μπούκη τον λέγανε τον άτυχο… Που τα λέτε, αυτού του καημένου του έτυχε να αποκλίνει «ελαφρώς» από την πορεία του και να προσγειωθεί στο ορθάνοικτο στόμα ενός λιονταριού που βρίσκονταν στην αυλή για το μάθημα της εφαρμοσμένης θηριοδαμαστικής ΙΙ. Το αποτέλεσμα: «Μπούκης και συχώριο! …» Δεν ήταν που μας πήρε πόση ώρα να βγάλουμε οτιδήποτε είχε απομείνει από αυτόν από το στόμα που χαρούμενου θηρίου – αλίμονο, ούτε «μάννα εξ ουρανού» να του είχε έρθει ο Γιώργος τόσες μέρες που το άφηναν νηστικό – ήρθε και καπάκι και η διαμαρτυρία από την ένωση ζωόφιλων που ελλόχευε διαρκώς για τυχόντα παραπτώματα και παρατυπίες μας. «Ντροπή και αίσχος για την ποιότητα της τροφής που δίνουμε στα ζώα!», έγραφε την άλλη μέρα η γραπτή διαμαρτυρία τους προς τον εισαγγελέα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. «Ιδού τι χαμηλής ποιότητας τροφή ταΐζουν τα ζώα!», άλλη επικεφαλίδα με τη φωτογραφία του κακόμοιρου του Μπούκη, αυτήν τη φορά στο περιοδικό τους και την τηλεόραση.
Έτσι που λέτε το μάθημα. Κάποιοι που το έψαξαν καλύτερα το θέμα υποστηρίζουν ότι ο διδάσκων καθηγητής στην προσπάθειά του να προσελκύσει κόσμο άφησε επίτηδες να διαδοθεί ότι τάχα το μάθημα ήταν πολύ εύκολο και περνιόταν τάχα εύκολα. Τελικά, το μόνο που περνιόταν εύκολα, μα πάρα πολύ εύκολα, ήταν ο μέχρι τότε χαμηλός τοίχος της σχολής. Έτσι, κατέφταναν από όλες τις μεριές συνεχώς διαμαρτυρίες προς την κοσμητεία περί του προβλήματος των «αγνώστου ταυτότητος και προελεύσεως ιπτάμενων φοιτητών» που προσγειώνονταν στην απέναντι πλευρά της σχολής, πότε στα κτίρια ή στα μαγαζιά και άλλοτε στα λεωφορεία (διπλό το κακό γιατί παρόλο που ήσουν ετοιμοθάνατος ο ελεκτής του ΟΑΣΑ σου έκοβε ενθουσιασμένος πρόστιμο επειδή δεν είχες εισιτήριο).
Αυτή κατάσταση έφτασε σε κάποιο σημείο να είναι πλέον εκτός ελέγχου. Έπιασαν τότε τον καθηγητή και του ζήτησαν να κάνει κάτι. Τι κι αν οι φοιτητές πετάγονταν από το κτίριο σαν ποπ κορν από ακάλυπτη κατσαρόλα, εκείνος να είναι εγκάθετος και ακλόνητος, δεν ήθελε οι άλλοι να παρεμβαίνουν στον τρόπο διδασκαλίας του! Αυτός ήταν ο καθηγητής, αυτός ήξερε τι πρέπει να γίνει: Έστω και αν αυτό ήταν το απόλυτο τίποτα, το απόλυτο χάος!… Και έτσι, αφού δεν γινόταν να αλλάξει κάτι από το μάθημα η φαεινή απόφαση από τη κοσμητεία να υψωθούν ψηλά τείχη. Είναι αυτό που πάντα και γενικά εκφράζει την ελληνική κοινωνία: Το να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, πέρα από τον καθηγητή, ήθελε εκτός από ένα δημιουργικό μυαλό – που κάτι τέτοιο αποκλείονταν να βρεθεί μέσα στο σύνολο των καθηγητών – να γίνουν και άπειρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, όπως να σταλούν αιτήσεις στην πρυτανεία, από εκεί να σταλθούν στην επιτροπή «διαχείρισης αναλώσιμου φοιτητικού υλικού», έπειτα στο υπουργείο παιδείας και στους δήμους και τρέχα γύρευε. Ενώ βάζοντας τα τείχη, οι έξω δεν θα διαμαρτύρονταν και παράλληλα το πρόβλημα θα παρέμενε μέσα στη σχολή. Εξάλλου, μετά τα ατυχήματα η σχολή μπορούσε να δεχθεί μεγαλύτερο αριθμό εισακτέων, αλλά και ο υπουργός εργασίας βλέποντας λιγότερους φοιτητές να βγαίνουν από τη σχολή με τον φυσιολογικό τρόπο του πτυχίου, ίσον μικρότεροι δείκτες ανεργίας, έτριβε τα χέρια του. Ο πρόεδρος του τμήματος βρήκε την υγειά του μιας και, από τη μια δικαιολογούσε κονδύλια για την τροφή των λιονταριών, από την άλλη όλα αυτά τα χρήματα πήγαιναν στην τσέπη του. Και την πίτα ολόκληρη, και τα λιοντάρια χορτάτα!
Τι τα σκέφτομαι όμως αυτά… Ήδη έχω αργήσει και για τη δεύτερη ώρα, χάνω το μάθημα της «ελεύθερης ισορροπίας πάνω στο σκοινί». Και είναι και δύσκολο το άτιμο, δεν περνιέται έτσι στην εξεταστική. Ειδικά, αν είσαι πρώτος στην εξέταση… την παλεύεις, δεν την παλεύεις! Απεναντίας, αν είσαι ο τελευταίος είσαι υπέρ-τυχερός. Αν τουλάχιστον δεν κατορθώσεις να φτάσεις στην απέναντι άκρη του σκοινιού και χάσεις την ισορροπία σου, δεν μπορεί…, κάτω θα υπάρχει ένα βουναλάκι από καμιά κατοστάρα «κομμένους» φοιτητές και έτσι θα πέσεις στα μαλακά. Και οι σημειώσεις μου… Που να είναι πάλι ξεχασμένες οι σημειώσεις μου! Και τι ήταν όλα αυτά που έπρεπε να διαβάσω χθες; Δεν ξέρω, αλλά τώρα τελευταία με έχουν οδηγήσει σε βαθιά περισυλλογή όλα αυτά που μας μαθαίνουν στη σχολή. Άκου ύλη για το μάθημα της ισορροπίας: «Θεωρία ισοτροπικής συμπεριφοράς της θερμότητας πάνω στο σκοινί, θεωρία αντοχής υλικού για το κοντάρι ισορροπίας, πρώτες βοήθειες για πτώση από 60 μέτρα (το κουταλάκι εδώ είναι απαραίτητο), διαχείριση κυκλοφορίας πάνω από δύο ατόμων στο ίδιο σκοινί, φιλικός διακανονισμός στην περίπτωση ατυχήματος, ηθική της πτώσης (όταν γλιστρήσεις, καθώς πέφτεις να είσαι κομψός, χαμογελαστός και υπέροχος λίγο πριν σκάσεις στο έδαφος),…». Το πιο ωραίο είναι η «ασύρματη ισορροπία». Δεν μπορώ να πω, τα μαθήματα παραείναι χαζά, από την άλλη όμως υπάρχει και κάτι που πραγματικά το γουστάρω και αυτό είναι η «θεωρία πτώσης από σανίδα πειρατικού πλοίου». Ξέρετε, εκείνο που έχεις τα μάτια δεμένα και από κάτω κάνουν πάρτι οι καρχαρίες περιμένοντας να φανείς. Κορυφαίο, δεν μπορώ να πω. Έμαθα καμιά εικοσαριά φιγούρες πτώσης και γνωρίζω πλέον άριστα τα θέματα του μαθήματος, όπως είναι η «προσομοίωση κολύμβησης κάτω από συνθήκες όπου σου λείπουν τα δύο πόδια ένα χέρι και το τζουτζούνι», «σαβουάρ βίβρ του καρχαρία», «το πεπτικό σύστημα του καρχαρία εκ των έσω», «ωκεανογραφία», «οργάνωση και διοίκηση ενός πειρατικού πλοίου Ι και ΙΙ», «ιστορία της πειρατικής τέχνης», «η ψυχολογία του πειρατή», «θεωρία ταλαντώσεων για τη σανίδα», «πειρατόψειρες, πειρατικό ρούμι και ξύσιμο της πλάτης με τον γάντζο» και πόσα άλλα Θεέ μου! Βέβαια, πολύ φοιτητές το παρακάνουν και θέλουν να παρακολουθήσουν και το εργαστηριακό σκέλος του μαθήματος, το οποίο περιλαμβάνει πραγματικούς καρχαρίες. Είναι όμως πολύ κουραστικό και μετά από αυτό είναι κομμάτια (για την ακρίβεια, κυριολεκτικά κομματάκια!). Αυτοί όμως επιμένουν. Θα έλεγε κανείς ότι δεν τρώγονται με τίποτα, όμως οι καρχαρίες της σχολής μας έχουν αντίθετη γνώμη.
Θα μου χρειαστούν άραγε όλα αυτά όταν βγω στην αγορά εργασίας; Θα ήταν την περασμένη εβδομάδα που συνάντησα μια καλή μου φίλη τη Φανή, η οποία έχει εδώ και έναν χρόνο αποφοιτήσει. Μου τα είπε χύμα και σταράτα: «Άσε ρε, τι μαθαίναμε τόσα χρόνια στη σχολή, δεν τα βλέπαμε; Κάτι η τηλεόραση, κάτι οι φιλοζωικές οργανώσεις, ορίστε, ο αριθμός των Τσίρκων μειώθηκε δραματικά, που θα δουλέψουμε; Είναι και το άλλο… Αν μείνεις καιρό χωρίς δουλειά δεν σε προτιμάνε, ξεχνάς, λένε, και αυτά που ξέρεις, δεν μπορείς να εξασκείσαι συνεχώς!» Μου είπε και για έναν κοινό μας γνωστό, τον Τάσο. Ήταν, λέει, δύο χρόνια χωρίς δουλειά, όμως αυτός εξασκούταν διαρκώς. Στο τέλος του την έδωσε και άρχισε να ακροβατεί σε όποιο σκοινί έβρισκε. Σύρματα της ΔΕΗ, σκοινιά από μπουγάδες, στα συρματόσκοινα των κρεμαστών γεφυρών, και βάλε. Ο κόσμος άρχισε να τον προσέχει και να τον ακολουθεί, μέχρι και κίνημα απόκτησε, τον κυνηγούσαν όπου και να πήγαινε. Ψηλά αυτός; Χαμηλά να τρέχουν και επευφημούν αυτοί και να φωνάζουν «πέσε, πέσε!..» Τρέλα σκέτη! Ώσπου μια μέρα ο δύσμοιρος ο Τάσος, εκεί που ακροβατούσε στο σκέπαστρο ενός μισοτελειωμένου γηπέδου γλίστρησε και έγινε ένα με το γιαπί. Βέβαια, η σωρός του δεν βρέθηκε ποτέ. Μάλλον οι εργολάβοι θα τον πέρασαν με κάποιον από τους χιλιάδες ξένους εργάτες που παθαίνουν που και που «κατά λάθος» κάποιο μικρό εργατικό ατύχημα.
Τουλάχιστον η Φανή το έλυσε το πρόβλημα της επαγγελματικής αποκατάστασης, έστω και με έναν ολίγον όχι τόσο ευπρεπή τρόπο, όμως στην εποχή μας μετράει πάνω απ’ όλα η επιβίωση. Αφού έψαχνε δουλειά για πολύ καιρό, εντέλει βρήκε δουλειά από σπόντα σε έναν καινοτόμο οίκο ανοχής και μάλιστα με τη δυνατότητα να φτιάξει το δικό της πρόγραμμα εκεί. Δούλευε, δηλαδή, ως ελεύθερος επαγγελματίας κόβοντας μάλιστα και αποδείξεις παροχής υπηρεσιών. «Καλά», μου έλεγε, «δεν μπορείς να φανταστείς τι διαστροφή υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο. Τουλάχιστον η ειδικότητά μας μου βγήκε χρήσιμη εκεί. Τι κόλπα και τι ακροβατικά κάνω εκεί μέσα για να βγάλω τον «άρτο τον συνούσιο», δεν περιγράφονται! Με όλα αυτά άσε που τους καλόμαθα και έρχονται συνέχεια μόνο σε μένα. Δεν πάνε πουθενά αλλού! Αν περάσεις έξω από το «σπίτι» θα δεις μια μεγάλη ουρά. Από λεφτά καλά, όμως έχω κουραστεί. Δεν είναι οι υπερωρίες, έχω ξεσκιστεί κ-υ-ρ-ι-ο-λ-έ-κ-τ-ι-κ-α, τώρα τελευταία με κυνηγάνε το σωματείο των ιεροδούλων και το ΤΕΙ (Τεχνικό Επιμελητήριο Ιεροδούλων (Γιατί τεχνικό; Μα φυσικά γιατί η πορνεία είναι τέχνη!). Υποστηρίζουν ότι τους χαλάω την πιάτσα. Που να το είχα φανταστεί ότι αυτά που μου έμαθε η σχολή θα με καταντούσαν έτσι… Τώρα που το σκέφτομαι όμως, θα έπρεπε να το περιμένω. Μήπως και εκεί μέσα δεν μας π***σαν μέχρι να πάρουμε το πτυχίο; Μάλλον, αυτή να ήταν και η πραγματική ύλη… Μετά, σιγά τη διαφορά! Μου έλεγαν να τελειώσω τη σχολή γρήγορα-γρήγορα γιατί έξω έχει φαί. Ιδού, τέλειωσα, είμαι έξω και τώρα (τον) τρώω!..»
Αυτά λέγαμε και κάποια στιγμή απομείναμε για λίγο σιωπηλοί εγώ και η Φανή. Σαν κάτι να μας ταξίδευε, ένα μεγάλο βαρύ καράβι φορτωμένο υπέρβαρα με τις σκέψεις και τις αγωνίες μας για το μέλλον. Πόσο θα θέλαμε εκείνη τη στιγμή να εφαρμόζαμε έστω για μια και μόνη φορά κάτι από τη σχολή, έστω εκείνην την πειρατική σανίδα. Να οδηγούσαμε όλα εκείνα τα φορτία εκείνου του καραβιού να πηδήξουν στον ωκεανό. Ίσως τότε να έπαιρναν και όλα τα άλλα μαθήματα της σχολής αξία, να χρησίμευαν επιτέλους κάπου, αυτό το μάθημα, ο πειρατής, ο καρχαρίας, η μαύρη σημαία, η σανίδα… (μπλούμ!)
Ένα δροσερό αεράκι ήταν τότε που φύσηξε στο πρόσωπό μου καθώς προσέγγιζα τον κεντρικό δρόμο απέναντι από τη σχολή. Ήταν αμέσως μετά όταν ακούστηκε ένας ακόμη από εκείνους τους γνώριμους χαρακτηριστικούς ήχους από τα ψηλά τείχη της σχολής. ΠΛΑΦ! Πάλι κάποιος συμφοιτητής μου θα είχε ρυθμίσει απρόσεκτα τις συντεταγμένες του κανονιού. «Μήπως έχεις ώρα;» ακούστηκε η απρόσμενη φωνή μιας κοπέλας που και αυτή βιαζόταν. «Μια στιγμή να δω στο κινητό μου», της είπα. Πρόσεξα ότι είχε έντονο διαπεραστικό βλέμμα, τα μαλλιά της ήταν βαμμένα σε πορτοκαλί. Θυμήθηκα ότι πρέπει να την είχα δει σε κάποιο από εκείνα τα μαθήματα. Έστρεψα το βλέμμα μου ξανά στο κινητό, το είχα ρυθμίσει στο αθόρυβο και είχα μια αναπάντητη κλήση από ένα νούμερο άγνωστο. Μόλις σήκωσα το κεφάλι η κοπέλα είχε χαθεί απρόσμενα από το οπτικό μου πεδίο. Το σώμα μου διέγραψε ένα κύκλο ενώ τα μάτια μου χτένιζαν το τοπίο ψάχνοντας τη μορφή της, μάταια ίσως. Κρίμα, ήταν πολύ όμορφη και μου έφτιαξε τη μέρα. Στη θέση της, ένας ατιμέλητος τύπος με την κοιλιά έξω έτρωγε λαίμαργα ένα σάντουιτς και τα ζουμιά και οι σάλτσες του είχαν λερώσει το ήδη λεκιασμένο φανελάκι του. Κάτι μύγες, τον περιέφεραν σαν μανιασμένα ηλεκτρόνια. Εικόνα ικανή να μου ξε-φτιάξει τη μέρα, όμως το μυαλό μου επανήρθε στο καίριο ζήτημα. Η ώρα είχε περάσει πολύ περισσότερο από ότι νόμιζα, τώρα κινδύνευα να χάσω και τη δεύτερη ώρα. Αν δεν ήμουν συγκεντρωμένος, το μάθημα κινδύνευε να γίνει πάθημα…