Η Μαρία, η αγαπημένη μου ξαδέρφη από την Αθήνα, είχε γράψει ένα μικρό παραμύθι πριν τέσσερα χρόνια. Μου είχε αρέσει πάρα πολύ και της είχα προτείνει μάλιστα να το εκδόσει. Πρόσφατα το ανάρτησε στο νεοσύστατο ιστολόγιό της (Χρονοδιαδρομή, http://chronodiadromi.blogspot.com) και έτσι άδραξα την ευκαιρία και το αναδημοσιεύω και εγώ με τη σειρά μου εδώ. Όπως λένε και τα ξύλινα σπαθιά σε κάποιο τραγούδι τους “τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα…”. Καλή ανάγνωση!

ΤΟ ΤΕΜΠΕΛΙΚΟ ΜΥΡΜΗΓΚΙ

της Μαρίας Περτσινίδου


Άλλη μια μέρα στην αρχή
και τα μυρμήγκια στη γραμμή
τρέχουνε πάνω κάτω.
Τρέχουν σε ξέφρενο ρυθμό
με πείσμα και ανταγωνισμό
ποιο θα πρωτοφορτώσει.

Γι’ αυτό και ξύπνησα πρωί
να δω πού βρίσκουν τη τροφή
και πώς την κουβαλάνε.

Πήρα το μονοπάτι τους
να δω που τελειώνει
κι είδα τη μαύρη τη γραμμή
στο σκύλο να σιμώνει.

Πενήντα μέτρα πιο μακριά
ήταν του σκύλου τα ψωμιά
που τα ‘χε παρατήσει
και αυτός χορτάτος ξαπλωτός
ενώ του κλέβανε το βιός
πού να τα σταματήσει.


Όλα κινούνται βιαστικά
και μόνο ένα στέκει
πλάι στον σκύλο ξαπλωτό
και πάω να δω τι έχει.

Σκέφτομαι θα κουράστηκε
και κάνει λίγη παύση
κι όπου να ‘ναι θα σηκωθεί
και τη δουλειά θα πιάσει.

Μ’ αυτό μένει ανάσκελα
μιμούμενο το σκύλο
κάτω από το ίσκιο το βαθύ
κρυμμένο απ’ τον ήλιο.
 
Το πρόσεξε κι ο σκύλος μου
συνέχεια το κοιτάζει
γρυλίζει μ’ ευχαρίστηση
και το διασκεδάζει.

Ξάφνου γαυγίζει με χαρά
κι όλο με κοιτάζει
το νοιώθω μου λέει κοίταξε
με μένανε δεν μοιάζει;

Οι φίλοι του τον προσπερνούν
κι ούτε που τον κοιτάνε
μ’ αυτός τεντώνεται καλά
«βρε άστους να κουβαλάνε».

«Αυτοί δεν έχουν μυαλό
και στη δουλειά πεθαίνουν
μ’ αν κάτσουν όπως κάθομαι εγώ
θα έχουν ό,τι θέλουν».

 «Όχι δεν φεύγω απ’ εδώ
βρήκα παράδεισο σωστό
στο σκύλο δίπλα θα ‘μαι
χορτάτος να κοιμάμαι».

«Ο σκύλος έχει μπόλικη τροφή
και είναι άτσαλος πολύ
και έτσι αυτά που του ξεφεύγουν
σε μένα περισσεύουν».


«Γιατί να τρέχω σαν τρελός
τη μέση μου να σπάω
αφού τη βρίσκω ανάσκελα
τα πόδια να κουνάω».

 Ήρθε η νύχτα
και έφερε πυκνό, βαθύ σκοτάδι
μ’ αυτός εκεί ανάσκελα
προσμένει το φεγγάρι.

Άλλωστε τι να φοβηθεί
ο σκύλος τον φυλάει
κι όποιος εχθρός και να φανεί
ο σκύλος θα τον φάει.

Πέρασε η νύχτα όμορφα
με ξάστερο ουρανό
κι ο ήλιος βρήκε το πρωί
το φίλο ξαπλωτό.

Ξυπνάει με ευχαρίστηση
και γλυκοχασμουριέται
και με χαρά αναφωνεί
πως όσο ζει έτσι θα κυλιέται!

Περνούν οι μέρες κι ο καιρός
κι αυτός κοντά στο σκύλο
και νοιώθει τόσο τυχερός
που βρήκε τέτοιο φίλο.

Ήρθαν οι πρώτες οι βροχές
ήρθε και λίγο κρύο
και το μυρμήγκι σκέφτηκε
ίσως πρέπει να φύγω.

Όμως δεν είχε δύναμη
ούτε να περπατήσει
κι όλη τη νύχτα μεσ’ τη βροχή
είχε κρυολογήσει.


Ντρεπόταν και τους φίλους του
πώς να τους αντικρύσει
που όταν δουλεύανε αυτοί
αυτός την είχε κοπανήσει.

«Όχι θα μείνω σκέφτηκε
το λάθος να πληρώσω
εγώ δεν έστρωσα σωστά
και πρέπει να παγώσω».

Ήρθε και η βαρυχειμωνιά
και το μυρμήγκι ακόμα
κοιμάται μέσα στα νερά
στο παγωμένο χώμα.

Τον βλέπει ο σκύλος και θρηνεί
μα πώς να τον βοηθήσει
αν χέρι απλώσει πάνω του
σίγουρα θα το διαλύσει.
 
Όχι δεν έχει άλλες αντοχές
δεν βγάζει το χειμώνα
έχει και τόσες ενοχές
που έπεσε σε κώμα.
 
Την ώρα αυτή που αργόσβηνε
και η ελπίδα είχε σβήσει
απ’ τη φωλιά των μυρμηγκιών
ομάδα διάσωσης είχε ξεκινήσει.

Ένα ήταν το σύνθημα
να σώσουμε το φίλο
κι ας ήταν τεμπέλαρος
δεν παύει να ‘ναι φίλος.

Ορμούν στα χιόνια ακάθεκτα
όμως έχουν σαστίσει
κι ο πρώτος κοντοστέκεται
δεν ξέρει που να τραβήξει.

Τα πάντα είναι όμοια
και στα λευκά ντυμένα
και όσο κι αν ψάξουν άδικα
τρέχουνε στα χαμένα.

Ξάφνου ο αρχηγός αναφωνεί
ε’ ναι ξέρω να βρω το φίλο
μόνο λίγο ας περιμένουμε
να ακούσουμε το σκύλο.

Και να, που ο σκύλος γαύγισε
όμως τόσο λυπημένα
που τα μυρμήγκια ρίγησαν
και άρχισαν να τρέχουν απεγνωσμένα.
 
Αισθάνθηκαν τον κίνδυνο
τη δύσκολη τη θέση
κι εύχονται όλα ολόψυχα
ο φίλος τους να αντέξει.

Μα να που τώρα φθάσανε
και βλέπουνε το φίλο
πεσμένο κάτω να θρηνεί
να τρέμει σαν το φύλο.

Όλα τον αγκαλιάζουνε
τον σφίγγουν να τον ζεστάνουν
και παίρνουν ένα φύλο ξερό
και πάνω εκεί τον βάζουν.


Κι όλα μαζί χαρούμενα
πήραν το δρόμο πίσω
κι εγώ που ήμουνα εκεί
δεν άντεξα να μην δακρύσω.
Ήμουν παιδί και γέρασα
και αν δω μυρμήγκια στέκω
και τα κοιτώ με θαυμασμό
τεμπέλη πια δεν βλέπω.
 Φαίνεται ‘μάθαν όλοι τους
το πάθημα του φίλου
που τόσο παρασύρθηκε
απ’ τη ζωή του σκύλου.


ΤΕΛΟΣ
Πηγές – Αναφορές