“Ακόμα και όταν είσαι άρρωστος, θα πρέπει να πας στη δουλειά για να μη σε δει με κακό μάτι το αφεντικό και έχεις μπλεξίματα!…”. Από τότε που ήμουν παιδί, αυτά τα λόγια άκουγα και χωρίς να το καταλάβω έγιναν τρόπος ζωής. Θα πήγαινα στη δουλειά, όσο άρρωστος και να ήμουν, δεν ήθελα να χαλάσω την καλή μου εικόνα!

Αυτό έκανα και προχθές που μου έτυχε να αρρωστήσω. Με ένα κεφάλι καζάνι σηκώθηκα από το κρεββάτι τρικλίζοντας σαν μεθυσμένος. Στάθηκα μπροστά στον καθρέπτη του νιπτήρα και απόμεινα εκεί να με κοιτάζω ζαλισμένος, με τα μάτια μου κατακόκκινα να προσπαθούν να ξεχωρίσουν τη θολή μορφή μου. Πρέπει να είχαν περάσει τουλάχιστον δέκα λεπτά ή ένας αιώνας, όταν επιτέλους άρθρωσα λόγο: “Θα πρέπει να καλέσω υδραυλικό… η βρύση στάζει…”. Αυτό το πλατς-πλατς δεν έλεγε να σταματήσει. Χωρίς να κοιτάξω, έσφιξα τη βάνα, αλλά ο ήχος δεν σταματούσε. Αργότερα διαπίστωσα ότι αυτό που έσταζε ήταν η μύτη μου…

Φόρεσα ότι βρήκα μπροστά μου, έχωσα στην τσάντα μου κάποια σημαντικά έγγραφα (έτσι δηλαδή νόμιζα, χαρτιά για την ανακύκλωση ήταν!…) και σαν ένας καλά προετοιμασμένος κομάντο αυτοκτονίας ξεκίνησα τον δρόμο για τη δουλειά. Τι κι αν μου έκοψαν τον μισό μισθό και μετά ξανά τον άλλο μισό, τι κι αν είχα να πληρωθώ σχεδόν έναν χρόνο… εγώ αισθανόμουν ότι έκανα το καθήκον μου! Το αφεντικό θα ήταν περήφανο για μένα, θα γινόμουν σίγουρα ξανά ο υπάλληλος του μήνα!

Όταν έφτασα στη δουλειά το αφεντικό ενθουσιάστηκε! Γύρισε στους συναδέρφους μου και δείχνοντάς με τους φώναξε με τρόπο. “Τον βλέπεται, αυτός είναι πραγματικός εργάτης, μόνο αυτός αξίζει εδώ μέσα… Όχι σαν κάποιους-κάποιους…”, είπε και κοίταξε υποτιμητικά προς το προσωπικό και ιδιαίτερα τη Μαρία, τον Τάσο, τον Μανώλη, την Κατερίνα και έναν τεχνικό από μια εξωτερική εταιρεία που είχε έρθει για να επισκευάσει ένα φωτοτυπικό.

Η Κατερίνα, που δεν μασούσε καθόλου, αμέσως του ανταπάντησε: “Τι με κοιτάτε έτσι; Υπάρχει μήπως κάποια υπόνοια ότι λείπω από τη δουλειά; Πάντα έρχομαι ότι και να συμβεί!…”
“Όχι πάντα…”, της απάντησε το αφεντικό. “Πριν οχτώ μήνες, αν θυμάμαι καλά, έλειψες από τη δουλειά μια μέρα!”
“Μα εκείνη τη μέρα γεννούσα το παιδί μας αγάπη μου!”, του απάντησε αυτή.

Αυτός τότε έγινε έξαλλος και άρχισε να φωνάζει γεμάτος πυρ και μανία. “Όλο δικαιολογίες είστε εδώ μέσα, κανείς σας δεν δουλεύει σωστά… Δεν σας φτάνει που έρχεστε εδώ; Τι σας λείπει, δηλαδή;”

“Μήπως κανένας μισθός;” ακούστηκε συνοδευόμενη από έναν κοφτό ξερόβηχα μια φωνή από πίσω. Το αφεντικό έγινε ακόμα πιο έξαλλος. “Ποιος το είπε αυτό; Ορίστε, καλά τα έλεγα, δικαιολογίες και μόνο δικαιολογίες. Δεν σας φτάνει που ακόμα είστε εδώ; Με νύχια και με δόντια παλεύω να κρατήσω ανοιχτή αυτήν την επιχείρηση! Αν τώρα ήσασταν άνεργοι, θα είχατε καταντήσει νωθροί τεμπέληδες και δεν θα μπορούσατε να ξαναμπείτε στην αγορά εργασίας! Θα έπρεπε να πληρώνομαι για το καλό που σας κάνω, που σας κρατάω σε φόρμα! Στο γυμναστήριο που πάτε, δεν πληρώνετε; Αλλά που να με καταλάβετε!…”

“Μόνο αυτός, αυτός και μόνο με καταλαβαίνει”, είπε, γυρίζοντας ξανά προς τα εμένα. Ένοιωσα πολύ περήφανος. Μόνο εγώ μπορούσα να κατανοήσω το αφεντικό, κάποια μέρα θα ανταμειβόμουν για τη στάση μου! Ήδη με έβλεπα προϊστάμενο του τμήματος, να κλείνω συμφωνίες και να συναντιέμαι με σπουδαίους πελάτες. Δεν υπάρχει άλλος καλύτερος και πιο υπεύθυνος από μένα για αυτήν τη θέση!

Οι επόμενες μέρες κύλησαν με την αρρώστια να μη λέει να με εγκαταλείψει, κάτι σαν τη σχέση που έχουν τα τηγάνια με την αντικολλητική επίστρωση τους δηλαδή. Μέρα με την μέρα, ολοένα και περισσότεροι συνάδερφοι άρχισαν να απουσιάζουν αδικαιολόγητα από την εργασία τους. Σχεδόν όλοι είχαν τη δικαιολογία ότι είχαν αρρωστήσει και ότι τους κόλλησα εγώ! Ποιος; εγώ! Αν είναι δυνατόν! Εγώ, που μπορώ να εργαστώ! Δικαιολογίες, δικαιολογίες… Δεν θα γίνω προϊστάμενος, θα δουν τι θα πάθουν!

Κάποια στιγμή είχα απομείνει μόνος μου στη δουλειά και αυτό άρχισε να προβληματίζει κάπως. Άσε, που δεν μπορούσα να προλάβω όλες τις δουλειές. Είχα αναγκαστεί να μείνω εκεί τουλάχιστον δύο εικοσιτετράωρα δίχως να πάω σπίτι. Ώσπου κάποια στιγμή ξεμύτισε από την είσοδο το αφεντικό, ο οποίος είχε λείψει μερικές μέρες για ένα “επαγγελματικό” ταξίδι. Κόντεψε να λιποθυμήσει όταν διαπίστωσε ότι είχα απομείνει μόνο εγώ! Ύστερα από μερικά λεπτά σαστίσματος και εκπληκτικής ακινησίας που θύμιζε γυμνό μοντέλο για σχόλες καλών τεχνών, τον άκουσα να φωνάζει έντονα “καραντιιιιιιίνα!”. Όταν προσπάθησα να καταλάβω για ποια “καραντίνα” μιλούσε, βλέποντας τον πάντα αλαφιασμένο να ψάχνει γεμάτος ένταση τον χώρο του γραφείου του, διαπίστωσα ότι αυτό που φώναξε και συνέχιζε να μουρμουράει ακατάπαυστα ήταν “την καραμπίνα!”.

Τι να τη χρειάζεται, άραγε, την καραμπίνα το αφεντικό; Εντάξει, θυμάμαι ότι κάποια βράδια που έφευγα τελευταίος από το γραφείο έφευγε και αυτός με μία τέτοια και όταν τον ρωτούσα, μου έλεγε ότι πηγαίνει για κυνήγι. Όταν τον ρωτούσα ξανά σε ποιο μέρος, μου απαντούσε “στην Ομόνοια”. Περίεργο, διότι δεν γνωρίζω κανένα βουνό εδώ κοντά που να ονομάζεται Ομόνοια… Την ίδια απάντηση μου έδωσε και για το τσεκούρι. Να πάει να κόψει δέντρα στην Ομόνοια; Τη νύχτα; Και τι να τα έκανε, αφού ήταν καλοκαίρι; Αλλά μετά σκέφτηκα ότι το αφεντικό είναι προνοητικό, όπως και εγώ, και φροντίζει από πριν.

Σε μια στιγμή το αφεντικό άρχισε να φωνάζει ενθουσιασμένο: “Τη βρήκα, τη βρήκα!” Είχε βρει την καραμπίνα! Έτσι όπως την είχε σφιχταγκαλιάσει μου έριξε μια ματιά κάπως περίεργη και μετά πιάνοντας την καραμπίνα καλύτερα στα χέρια του άρχισε να τη γεμίζει τα φυσίγγια τραγουδώντας της όλο χαρά το “απόψε κάνεις μπαμ…”.

Και εκεί που απορούσα γιατί το αφεντικό έχει τέτοια όρεξη, ξάφνου χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε και αμέσως στάθηκε προσοχή. “Μάλιστα κύριε υπουργέ μου”. Άρχισαν να συζητούν και κάποια στιγμή άκουσα να λέει “Ναι, μου άδειασε όλο το κτίριο. Εκεί που ήταν γεμάτο κόσμο, ξαφνικά είναι σαν ερειπωμένο. Σαν να μην είχε πατήσει ποτέ άνθρωπος εδώ μέσα!”

Κατόπιν, συνέχισαν να συζητούν λίγο ακόμα για κάποια καλή Τρόικα, κάτι νομοσχέδια γύρω από χρέη στο δημόσιο και ότι πρέπει οπωσδήποτε να ψηφιστούν για το καλό μας κλπ. Μετά το πέρας της συζήτησης το αφεντικό έσπευσε να ξαναπάρει την καραμπίνα στα χέρια του. Όμως, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Απ’ ότι συμπέρανα, ήταν ξανά ο υπουργός. Το αφεντικό απαντούσε στις ερωτήσεις του. “Ναι σας λέω, ολόκληρο το κτίριο! Μιλάμε για επτά εταιρίες και αυτήν τη στιγμή έχουμε μείνει δύο άτομα… Εγώ; Όχι, εμένα μη με λογαριάζετε, κακό σκυλί, ψόφο δεν έχει!… Πώς;… Σοβαρολογείτε;… Όχι, δεν το εννοούσα έτσι ακριβώς, σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να θίξω την κρίση σας, σχήμα λόγου ήταν… Ναι, θα τον στείλω, μάλιστα!… Ναι, είμαι σίγουρος, ολόκληρο το κτίριο, δύο άτομα έχουμε μείνει… Μάλιστα! Τώρα που το σκέφτομαι και εγώ, είναι σπουδαία ιδέα!”

Έκλεισε το τηλέφωνο και έστεψε την προσοχή του σε μένα. “Αγόρι μου! Για σένα μιλούσαμε, είσαι εθνικός ήρωας αγόρι μου, ο σωτήρας της παράταξής μας, ο ευεργέτης μας!”

“Μα, τι έχω κάνει;”, τον ρώτησα.

“Ακόμα τίποτα, αλλά σε δύο ημέρες όλη η κυβέρνηση θα μιλάει για μας αγόρι μου! Η χώρα θα σωθεί! Άγαλμα θα μας κάνουν!”

Τον κοίταξα εντελώς χαμένος. Ήμουν που ήμουν χάλια από την αρρώστια, ένοιωθα σαν να έπρεπε να λύσω το αίνιγμα της Σφίγγας. Το αφεντικό με κοίταξε σαν ήταν ερωτευμένος, πήρε μετά όσο μπορούσε σοβαρό ύφος και μου είπε σαν να έκανε διάγγελμα:

“Έχεις μια αποστολή να επιτελέσεις. Δεν είναι τίποτα δύσκολο, αλλά θέλει σοβαρότητα και υπευθυνότητα, κάτι που ήδη σε διέπει. Απλώς, θα πας σε ένα κρατικό κτίριο και θα μείνεις εκεί για δύο μερούλες, γυρίζοντας όλους τους ορόφους του απ’ άκρη σ’ άκρη! Όσο για την υγεία σου, πρέπει να παραμείνει ως έχειν, πρέπει να συνεχίσεις την αποστολή σου, ακόμα και αν χρειαστεί να αφήσεις εκεί την τελευταία σου πνοή, στην περίπτωσή μας: τον τελευταίο σου βήχα!”

“Και ποιο είναι αυτό το κτίριο;”, τον ρώτησα παίρνοντας και εγώ τα πάνω μου, νιώθοντας από τώρα τον τίτλο του προϊσταμένου στο τσεπάκι μου.

Με κοίταξε με ένα πλατύ χαμόγελο και μου απάντησε: “Προς τη Λεωφόρο Μεσογείων, στην Αγία Παρασκευή, ξέρεις πώς να πας;…”

———————————————————————————————————-

* Από τις 11 Ιουνίου η ΕΡΤ συνεχίζει να λειτουργεί, έστω και χωρίς τους πομπούς, μέσα από το Διαδίκτυο. Υποστηρίζω αυτήν την προσπάθεια κυρίως στο συμβολικό της κομμάτι, γιατί δεν μου αρέσει ο αυταρχισμός, τα απολυταρχικά καθεστώτα και οι οριζόντιες περικοπές και απολύσεις προσωπικού δίχως πρώτα να υπάρξει πραγματική αξιολόγηση. Ακόμα περισσότερο, είναι ευκαιρία αυτός ο αγώνας να συμπεριλάβει και όλους τους ανέργους αυτής της χώρας οι οποίοι απολύθηκαν άδικα στα χρόνια της κρίσης. Δεν είναι η ΕΡΤ στο επίκεντρο, αλλά εκείνοι οι “άρχοντες” που μας κλέβουν το δικαίωμά μας να εργαζόμαστε και να είμαστε παραγωγικοί πολίτες!