Άνοιξα το παράθυρο του 24ου ορόφου. Ο ουρανός μουντός. Κάποιες όμβριες σταγόνες δρόσισαν το τρεμάμενο σώμα μου. Με τις λίγες μα καλά προσχεδιασμένες κινήσεις σκαρφάλωσα στο περβάζι, κοίταξα λίγο την πόλη από ψηλά, άδειασα το μυαλό μου από σκέψεις, συναισθήματα και παραστάσεις, φόρτισα την ψυχή μου και εντελώς αβίαστα άφησα το σώμα μου να ταξιδέψει στο κενό.

Ο χρησμός της μάντισσας ήταν ξεκάθαρος. Αφήνοντας αυτήν τη ζωή θα γεννιόμουν ξανά, αυτήν τη φορά σε μια άλλη, καλύτερη εποχή. Η κοινωνία μου θα ήταν αρμονική, οργανωμένη, φιλική, χωρίς προβλήματα, κακίες και έχθρες. Με περίμενε ένα ήρεμο και μακρύ διάστημα μακροβιότητας, γεμάτο παιδική ανεμελιά. Όλα αυτά και άλλα τόσα με συνεπήραν και υπνωτισμένος όπως ήμουν ήθελα να φύγω νωρίτερα.

Μα ο βαθύτερος λόγος αυτής της πρόωρης αναχώρησης δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος από εκείνη. Ήταν τα μάτια, τα χείλη της, εκείνο το βλέμμα που μου έκοβε την ανάσα και έκανε το στομάχι μου να σφίγγεται. Τότε που απογειωνόμουν, που πετούσα ψηλά από τη γη που άδειαζε τόσο απότομα και έμενα πάνω της μόνο εκείνη. Εκείνη που οδηγούσε τη σκέψη και τις επιθυμίες μου, το όλο μου το είναι. Και ο χρησμός ήταν και πάλι ξεκάθαρος: Θα συναντιόμασταν και στην επόμενη ζωή, δεν θα με θυμόταν, αλλά θα μπορούσα να τη διεκδικήσω ξανά!

Μα ότι ανεβαίνει, κάποτε κατεβαίνει και δυστυχώς απότομα, πολύ απότομα!

Ξύπνησα ως ένα άλλο πλάσμα, περιτριγυρισμένο από ομοειδούς του. Μετά από τα πρώτα παιδικά αφελή σκιρτήματα, τα οποία πρέπει να διήρκησαν περίπου 100 χρόνια, σιγά-σιγά συνειδητοποίησα τη φρικτή αλήθεια. Το δέρμα μου ήταν μπλε! Και ναι, πράγματι θα ζούσα πολλά χρόνια, αιώνες μάλλον. Ο κόσμος μου φαινόταν από την αρχή τεράστιος και αυτό δεν ήταν ψευδαίσθηση. Ξαναγεννήθηκα, μα όχι πλέον ως άνθρωπος. Ήμουν τώρα πια ένα στρουμφάκι!

Την είχα στρουμφίσει!  «Γ@μ# την ατυχία μου!», ψέλλισα… «Την π@!#%^%& τη μάντισσα, μου την έφερε!»… Και εκείνη που αγαπούσα ήταν τώρα, κάτσε καλά, μια Στρουμφίτα όλη κι όλη, και αυτή για να σου κάτσει έπρεπε να πάρεις σειρά προτεραιότητας με χρόνο αναμονής κάτι στρουφομήνες!

“Μα τον Δρακουμέλ, τι έχω κάνει και τι τιμωριέμαι έτσι;”, αναφώνησα γεμάτος τσαντίλα και απογοήτευση…
“Μήπως…”, είπε ξεροβήχοντας ο παπαστρούμφ, “…πήδηξες σαν μ@λ@κ@ς από ένα κτίριο στην προηγούμενή σου ζωή;…”

Τώρα τελευταία δεν αισθάνομαι καλά… Λέω να την ξανακάνω… Όμως οι χρησμοί του Παπάστρουμφ μου λένε πως αν ξαναγεννηθώ θα έχω πράσινο δέρμα, που και που ίσως και να τον ψιλοπαίρνω (δεν μου διευκρίνισε αν εννοούσε «ύπνο») αλλά θα μου αρέσει (ούτε αυτή η φράση μου άρεσε)…

Δεν το αφήνω καλύτερα; Δεν ξέρεις τι μπορεί να μου ξανασυμβεί… Τουλάχιστον, τώρα τελευταία έχω πιάσει γκόμενα τη Ψιψινέλ και ξεχνιέμαι λιγάκι. Δε λέω, γάτα η γκόμενα, αλλά την ουρά της την χώνει παντού. (κυριολεκτικά παντού… ακόμα πονάει ο κώλος μου!)

Ηθικό δίδαγμα: Μην εμπιστεύεσαι ποτέ μάντισσες. Ούτε καν τον παπαστρούφ, τον οποίο όταν τον ρώτησα αν είναι «πολύ μακριά ακόμα» κατέβασε σε χρόνο ντε-τε το κόκκινο στρουμφοπαντελόνι του (τυχαίο; Δεν νομίζω!) και άρχισε να με κυνηγάει γεμάτος ενθουσιασμό…

Μου τη δίνουν όλα αυτά!

(Από τη σειρά σουρεαλιστικών ιστοριών “Χωρίς εισιτήριο”, Θεσσαλονίκη 2002)