Είναι γεγονός ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά αποτελεί στις μέρες μας ένα πολύπλοκο πεδίο έρευνας. Καθημερινά έρχονται στο φως της δημοσιότητας πορίσματα μελετών τα οποία παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και πολλές φορές ξαφνιάζουν το κοινό.
Παρακάτω παρουσιάζονται μερικά πειράματα με μεγάλο ενδιαφέρον.
Το πρώτο είναι το πείραμα συμμόρφωσης. Χρονολογείται από τη δεκαετία του ’70.
Τα «πειράματα συμμόρφωσης» του καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας των ΗΠΑ Solomon Asch (1907 – 1996), αλλιώς και «πρότυπα του Ash», είναι μια σειρά μελετών που δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία του 1950 και κατέδειξαν την ισχύ που έχει στον άνθρωπο η τάση συμμόρφωσης με την επικρατούσα άποψη όταν βρίσκεται μαζί με άλλους.
Το δεύτερο είναι το πείραμα υποταγής. Φανερώνει το πώς κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες οι άνθρωποι μπορούν να διαπράξουν εγκλήματα μεταθέτοντας την ευθύνη σε άλλους ανθρώπους και παράλληλα πείθοντας τους εαυτούς τους πως “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”. Δυστυχώς, η βία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, ακόμα και για εκείνους τους ανθρώπους που φαινομενικά δεν το έχουν στο χαρακτήρα τους. Είναι στο χέρι της εκάστοτε πολιτείας μέσα από τη διαγωγή, την εκπαίδευση και την οργάνωση να αφυπνίζει τους πολίτες για αυτό το πρόβλημα έτσι, ώστε να μην υπάρχει εκδήλωση βίαιων φαινομένων σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Το πείραμα του Μιλγκραμ (The Milgram Experiment) ήταν μια σειρά πειραμάτων κοινωνικής ψυχολογίας που διενεργήθηκαν από τον ψυχολόγο του Πανεπιστημίου του Γιέηλ (Yale), Stanley Milgram. Μετρήθηκε η προθυμία των συμμετεχόντων στο να υπακούν ένα πρόσωπο (Επιστήμονα) που συμβολίζει εξουσία και αυθεντία, όταν αυτός τους ζητούσε να κάνουν πράγματα που αντιτίθενται στην συνείδησή τους.
Τα πειράματα ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1961, τρεις μήνες μετά την έναρξη της δίκης του Γερμανού ΝΑΖΙ Adolf Eichmann για το Ολοκαύτωμα. Το πείραμα καλούνταν να απαντήσει στο ερώτημα: “Ο Eichmann και οι συνεργοί του, είχαν κοινό σκοπό τουλάχιστον ως αναφορά το σκοπό του Ολοκαυτώματος;”.
Τα πειράματα του Milgram έδειξαν ότι είναι δυνατόν εκατομμύρια συνεργοί απλά ακολουθούν τις εντολές τους, ακόμα κι αν αυτές παραβιάζουν τις βαθύτερες ηθικές αρχές τους.
http://en.wikipedia.org/wiki/Authority
Το τρίτο είναι το Πείραμα Φυλάκισης του Stanford (Κατάχρηση Εξουσίας), το οποίο μελετήθηκε τη δεκαετία του ’70.
Το Πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ ήταν ένα πείραμα πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένο ή δεσμοφύλακα. Το πείραμα διεξήχθη το 1971 από την ερευνητική ομάδα του Καθηγητή Ψυχολογίας Φίλιπ Ζιμπάρντο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ.
Εικοσιτέσσερις φοιτητές επιλέχθηκαν από 70 για να παίξουν τους ρόλους των φυλακισμένων και των δεσμοφυλάκων και να ζήσουν σε μια υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί για τους σκοπούς του πειράματος στο υπόγειο του κτιρίου της Επιστήμης της Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Η επιλογή των υποψηφίων έγινε με βάση την απουσία ψυχολογικών και ιατρικών προβλημάτων, αλλά και ποινικού μητρώου, έτσι ώστε να αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα για την επιστημονική παρατήρηση. Οι ρόλοι μοιράστηκαν μετά από ρίψη κέρματος (κορώνα ή γράμματα).[1]Οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες μπήκαν κατευθείαν στους ρόλους τους προχωρώντας τους ρόλους του όμως πέρα από τις προβλέψεις, οδηγούμενοι σε επικίνδυνες και ψυχολογικά καταστροφικές καταστάσεις. Το ένα τρίτο από τους φρουρούς κρίθηκε ότι επέδειξαν “γνήσια” σαδιστικές τάσεις, με αποτέλεσμα αρκετοί φυλακισμένοι να τραυματιστούν ψυχολογικά και δύο από τους φοιτητές να αποχωρήσουν νωρίς από το πείραμα. Μετά την κατάρρευση ενός φοιτητή από τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στη φυλακή,[2] και συνειδητοποιώντας ότι είχε παθητικά επιτρέψει ανάρμοστες συμπεριφορές να λάβουν χώρα κάτω από την εποπτεία του, ο Ζιμπάρντο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι φυλακισμένοι όσο και οι δεσμοφύλακες είχαν ταυτιστεί υπερβολικά με τους ρόλους τους, με αποτέλεσμα να τερματίσει το πείραμα μετά από έξι μέρες.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια (http://en.wikipedia.org/wiki/Stanford…)