Το παρακάτω κείμενο είναι από τον αγαπημένο μου συγγραφέα Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο για τον οποίο, μαζί με τον Γεώργιο Σεφέρη, τρέφω απέραντο σεβασμό. Το παρακάτω κείμενό του, πάντα επίκαιρο, επεξηγεί πλήρως την έννοια του κατεστημένου και πόσο βαθιά ριζωμένο είναι αυτό μέσα μας. Στην ουσία ο αγώνας να το πολεμήσουμε φαντάζει ανούσιος, αφού ένα κομμάτι του εαυτού μας ανήκει σε αυτό. Τι μπορούμε να κάνουμε, λοιπόν; Διαβάστε αυτό το εξαιρετικό κείμενο για να το σκεφτείτε.
«… Αν παίρνω ξανά στα χέρια μου και πάλι το «κατεστημένο», δεν το κάνω για να ξαναπώ όσα έχουν ειπωθεί. Αισθάνομαι την ανάγκη να πάω μαζί με τους νέους ανθρώπους και να τους παρακαλέσω να κοιτάξουμε το θέμα από σιμά και να δούμε, επιτέλους, μια και καλή τι είναι πια αυτό το κατεστημένο και πόσο κατεστημένο είναι. Ποια είναι τα στοιχεία που το αποτελούν, ποια είναι τα ρεύματα που το διατρέχουν, πόση δύναμη κατέχει η επιβίωσή του και –το σημαντικότερο- με το προσεχτικό ή μη προσεχτικό ξεφλούδισμα του αν είναι ν’ απομείνει τίποτε και τι θα απομείνει, μια που η ζωή τραβάει τον δρόμο της και δεν γίνεται να ακινητοποιηθεί σε κάποιο σημείο. Και το πως δε γίνεται να ακινητοποιηθεί το ξέρουμε εμείς, που γεννηθήκαμε κάμποσα χρόνια νωρίτερα και μπορούμε να απαριθμήσουμε ένα πλήθος αλλαγές που μεταμόρφωσαν, παρ’ όλα τα λεγόμενα, το πρόσωπο και την Ιστορία του κόσμου. Δεν έχω την εντύπωση πως οι νέοι, όταν επιζητούν την ανατροπή, έχουν στο νου τους την καθημερινή συμπεριφορά. Αυτό θα ήταν το λιγότερο και το πλημμελέστερο. Η καθημερινή συμπεριφορά αλλάζει από τόπο σε τόπο και από καιρό σε καιρό, οι νεωτερισμοί παλιώνουν γρήγορα, θέματα που έχουν άμεση σχέση με την ανθρώπινη παρουσία παύουν πολύ σύντομα να ξαφνιάζουν, μολονότι και τούτα αποκαλύπτουν το βαθύτερο νόημα της ιστορικής στιγμής. Είναι αλλαγές που δεν απορρέουν από επιθυμία ιδιορρυθμίας, αλλά από διαφοροποιήσεις προερχόμενες από την ανάγκη που δημιουργούν οι συνθήκες της καθημερινής ζωής. Δεν πρέπει λοιπόν να τους αποδοθεί βασική σημασία. Οι νέοι, που εκδηλώνουν με τον τρόπο που εμφανίζονται την αποδοκιμασία τους, συνήθως δεν πηγαίνουν μακρύτερα. Η παρδαλή εμφάνιση αποσκεπάζει ολόκληρο τον εσωτερικό τους χώρο, ώστε συχνά να μην απομένει έδαφος για βαθύτερες ανερευνήσεις. Ας πούμε, ωστόσο, πως έχουμε φτάσει στα έσχατα όρια. Ας σχεδιάσουμε μια κοινωνία γυμνών ανθρώπων, που είναι και από μέσα και απ’ έξω γυμνοί. Ιδού, τα απαρνηθήκαμε όλα, τα παραμερίσαμε όλα, τα γκρεμίσαμε όλα, ξαναγυρίσαμε στις σπηλιές των θηρίων και των ανθρωποθηρίων. Δεν απόμεινε μήτε ένα «κουμπί» από το κατεστημένο απείραχτο. Και ξεκινούμε, για να κάνουμε τι; Για να αρχίσουμε από την αρχή. Ας αρχίσουμε! Το κατεστημένο το έχουμε σκοτώσει πια. Αλλά για να έχει πεθάνει ολόκληρο, θα πρέπει βέβαια να το απολησμονήσουμε. Το αποταμίευμα της μνήμης δεν είναι πάντα παθητικό. Ολωσδιόλου αντίθετα, γίνεται την κάθε στιγμή ενεργό και καθορίζει, προετοιμάζει, δικαιώνει, συμπαραστέκεται. Ας το αφήσουμε στην άκρη και το αποταμίευμα της μνήμης. Και μια που μας πήρε ο κατήφορος, ας εξακολουθήσουμε να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας παρά την κρίση μας. Γιατί, το τελικό ερώτημα δεν μπορεί να είναι τούτο: «μήπως το «κατεστημένο» αποτελείται από φθαρτά και από άφθαρτα στοιχεία και μήπως αυτά, τα άφθαρτα στοιχεία, χρειάζεται να τα απομονώσουμε, να τα αναπτύξουμε να τα ζήσουμε ‘και να τα αξιοποιήσουμε όσο πληρέστερα είναι, για την ώρα, κατορθωτό;» Το να αρχίσεις από την αρχή είναι ένας λόγος. Και μια ματαιοπονία συνάμα. Γιατί την αρχή την προσδιορίζουν πάντα οι ίδιες ανάγκες. Και μια νέα πορεία, από την ίδια τη φύση της δεν μπορεί να είναι αλάθευτη. Ακόμη και αν κατορθώσει, πράγμα δυσκολότατο άλλωστε, να αποφύγει τα σφάλματα των προγενεστέρων, θα κάμει τα δικά της σφάλματα, που δεν είναι απίθανο να είναι βαρύτερα.
Ας είναι! Πήρα να σχολιάσω αυτήν την άποψη, μόνο και μόνο για να δείξω πως το κατεστημένο περιέχει ολόκληρη την ιστορική διαδρομή του γένους των ανθρώπων. Και η ιστορική αυτή διαδρομή ούτε είναι σωστό ούτε μπορεί να ξαναγίνει. Οι νέοι που ωθούν το ριζοσπαστικό τους ίσαμε τα έσχατα όρια και παίρνουν τους κάμπους και τα βουνά, και συνιστούν πρωτόγονες κοινωνίες, καλλιεργούν ένα ιδανικό, αν είναι ιδανικό, πολύ λιγότερο πραγματοποιήσιμο από τα άλλα. Είναι σαν να μας λένε: «βαρεθήκαμε πια, σας βαρεθήκαμε!» Αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση. Είναι ακόμη σαν να τρομάζουν μπροστά στα βαρύτατα προβλήματα και στις εξίσου βαρύτατες απαιτήσεις του σύγχρονου βίου. Αποφεύγουν τη συστηματική προσπάθειες, την ευθύνη, τις υποχρεώσεις. Επιθυμούν να ζουν χωρίς υποχρέωση και χωρίς κύρωση. Αλλά πόσοι είναι αυτοί, οι ανέμελοι και οι απελπισμένοι; Αμελητέα ποσότητα μέσα στον ωκεανό του αιώνα. Μήτε ουσιαστικά μπορεί να επηρεάσει τίποτα μήτε και να γίνει πρότυπο και για τους άλλους.
Όταν μιλούμε για τους νέους, εννοούμε τους άλλους –τους ζωντανούς εκείνους που επιθυμούν να δημιουργήσουν έναν κόσμο καλύτερο, να πλάσουν από τον εαυτό τους ένα υπόδειγμα. Και όχι με συστήματα, θεωρίες, συνθήματα. Αλλά με ανοιχτό νου, με ανοιχτή καρδιά, με κάθε δυνατή ανιδιοτέλεια έξω από πρόληψη και δεισιδαιμονία, χωρίς «ταμπού», χωρίς αυθεντίες, χωρίς ιεραρχίες, μέσα από ένα πνεύμα ισότητας, διαλλαγής, απουσίας κάθε φανατισμού. Και είναι μέγιστο σφάλμα να φρονούμε, πως οι νέοι αυτοί, που είναι και πολύ περισσότεροι, και που συμβαίνει συχνά να μας εξοργίζουν με την ασταμάτητη αντίρρησή τους, δεν είναι ικανοί να εννοήσουν και να πραγματοποιήσουν. Σήμερα είναι αυθόρμητοι, ασυγκράτητοι, παρορμητικοί, οδηγούνται από το συναίσθημα. Έτσι είναι τα νιάτα, έτσι ήταν πάντοτε τα νιάτα. Αυτό άλλωστε νοσταλγούν οι πρεσβύτεροι, αυτή τη φρεσκάδα που έχουν χάσει. Και όταν τα νιάτα τα βλέπουμε να μάχονται για μια πληρέστερη και καλύτερα οργανωμένη παιδεία και να τρέπονται κατά ένα μεγάλο ποσοστό προς τις θετικές και τις εφαρμοσμένες επιστήμες, γιατί δεν συμπεραίνουμε από το φαινόμενο τούτο πως βρίσκονται μέσα στο πνεύμα των καιρών και πως έχουν κάμει συνείδησή τους τις απαιτήσεις της εποχής; Πότε άλλοτε οι νέοι έπρεπε να μάθουν τόσα πολλά, να αντιμετωπίσουν τόσα προβλήματα, να υπερνικήσουν τόσες δυσχέρειες; Την καταριόμαστε, φυσικά, την τεχνολογική εξέλιξη του σύγχρονου κόσμου. Αλλά δεν καταριόμαστε και το κατεστημένο, που την οραματίστηκε, την προφήτεψε και κατά ένα μεγάλο ποσοστό την πραγματοποίησε, για τούτο τον λόγο. Το καταριόμαστε για την κακή χρήση, όπου έκαμε κακή χρήση, των μέσων που έβαλε η επιστήμη στα χέρια του. Είναι πολύ εύκολο να αποδοκιμάσει κανείς ό,τι δεν μπορεί είτε να εννοήσει είτε να τιθασεύσει. Αλλά αυτά είναι λόγια του ανέμου. Η μηχανή ανηθικοποίησε τον κόσμο; Όχι βέβαια! Η μηχανή (δεν μιλώ για τα όργανα του ολέθρου) ευκόλυνε τη ζωή, έγινε το απαραίτητο συμπλήρωμα του σύγχρονου βίου. Και μόνο εκατό χρόνια να πηγαίναμε πίσω, θα νιώθαμε φρίκη. Θα βλέπαμε τους ανθρώπους να ξεριζώνονται από τις επιδημίες, τους μεροκαματιάρηδες να δουλεύουν χωρίς «ωράριο εργασίας», να καλλιεργούν τη γη με το πρωτόγονο αλέτρι, να σπάνε το χαλίκι κάτω από το αδυσώπητο κάμα του καλοκαιριού με το σφυρί στο δημόσιο δρόμο. Τα παραδείγματα είναι άπειρα. Το θέμα δεν είναι αυτό. Και όσοι το τοποθετούν σε τούτον τον χώρο είναι, χωρίς καμιά αμφιβολία, ανόητοι, Μήτε η επιστήμη μπορεί και πρέπει να οπισθοχωρήσει μήτε η τεχνολογική πρόοδος να ακυρωθεί. Άλλωστε, και οι νέοι τη ζουν, τη χρησιμοποιούν και την προάγουν την τεχνολογική πρόοδο.
Άλλο είναι το πρόβλημα. Όταν οι νέοι χτυπούν το κατεστημένο, τούτο συμβαίνει γιατί έχουν βαρεθεί τα φουσκωμένα λόγια και τα αδιαπραγμάτευτα ιδανικά. Εκεί βρίσκουν το κατεστημένο βαρύτατα ένοχο. Γιατί δεν έχεις το δικαίωμα πια να μιλάς στον νέο άνθρωπο για δικαιοσύνη, λευτεριά, ισότητα, ευνομία και συνάμα να τις κηλιδώνεις και να τις εκμηδενίζεις με την κάθε σου πράξή. Αυτός είναι ένας προαιώνιος εμπαιγμός που ο νέος άνθρωπος δεν τον ανέχεται. Να ναρκισσεύεσαι ως ειρηνοποιός και να σκοτώνεις στο όνομα της ειρήνης. Να εγκωμιάζεις τη φιλανθρωπία και να βγάζεις τα μάτια του γείτονα. Να ασκείς την απόλυτη αρετή καθώς ο Καλβίνος και να ανεβάζεις στην πυρά τον Σερβέ. Να είσαι θεοσεβούμενος, να οραματίζεσαι παραδείσους και να προστατεύεις με λύσσα ανήμερου θηρίου τα ταπεινότερα και ειδεχθέστερα ατομικά του συμφέροντα. Να κάνεις το επάγγελμά σου, και πολύ προσοδοφόρο, τη συμπόνια και την ανθρωπιά. Να επιβάλλεις την ηθική, την «ηθική» σου, με το μαστίγιο στο χέρι. Να εξαίρεις τη σημασία του διαλόγου και να τον καταργείς. Μιλούμε για ελευθεριότητα ηθών. Κατά το ένα της μέρος προέρχεται από την ανάγκη που νιώθουν οι νέοι να πολεμήσουν την υποκρισία του κατεστημένου και κατά το άλλο, το πολύ μεγαλύτερο, από την ανίερη εκμετάλλευση που επιχειρεί το κατεστημένο της ανάγκης των νέων για περισσότερη ειλικρίνεια. Είναι οι πρεσβύτεροι, οι εκδοτικοί οίκοι, οι παραγωγοί του κινηματογράφου, οι οργανωτές των δημόσιων θεαμάτων που προάγουν την ασέλγεια. Οι νέοι, ολωσδιόλου αντίθετα, παντρεύονται πολύ νωρίς και προσπαθούν να δημιουργήσουν τη δική τους εστία και να χαρούν το θάλπος της. Σωστό δεν είναι να σταθούμε μόνο στα ηθικά αποστήματα της εποχής, κάθε εποχής, και να προχωρήσουμε σε γενικότερες αξιολογικές κρίσεις.
Άλλωστε, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την οικουμενική δίψα πλατύτερης, βαθύτερης και σωστότερα οργανωμένης παιδείας, που είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καιρού μας. Αυτή η δίψα δεν υποδηλώνει μόνο μια ανάγκη, που γίνεται αισθητότερη την κάθε στιγμή, αλλά από μία επιθυμία που στρέφεται προς ουσιαστικότερες επιδιώξεις. Οι παιδευτικές απαιτήσεις είναι αμφιτερόπλευρες: από τη μια μεριά πηγάζουν από την πολιτιστική δομή της εποχής και από την άλλη εκφράζουν το άτομο που συλλογίζεται τον εαυτό του. Και το άτομο δεν αντιπροσωπεύει πια μια μειονότητα, αλλά την πλειονότητα. Όπου μάλιστα οι παιδευτικές συνθήκες είναι ευνοϊκότερες και την πλειονότητα την έχει αντικαταστήσει το σύνολο. Ακόμα και τα ονομασμένα «παιδιά των λουλουδιών», αυτή η άκρα ασυδοσία, δεν είναι στερημένα από κάποια μόρφωση και συχνά σημαντική. Αν καταρτίσουμε τον εκπαιδευτικό χάρτη του κόσμου και τον αντιπαραβάλουμε προς έναν ανάλογο χάρτη καταρτισμένο εδώ και ένα και μισόν αιώνα, θα απομείνουμε ενεοί μπροστά στο πλήθος των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, και των ερευνητικών κέντρων, που βρίσκονται ιδρυμένα ή που ολοένα ιδρύονται. Και η παιδεία δεν είναι μόνο το παρόν και το μέλλον. Είναι και το παρελθόν. Είναι ένα πυρηνικό στοιχείο του κατεστημένου. Η παιδεία δεν διδάσκει μόνο την τεχνική εφαρμογή των σύγχρονων επιστημονικών κατακτήσεων. Πηγαίνει και βαθύτερα προς τα πίσω. Κι όταν μελετούμε τις σύγχρονες βιβλιογραφίες, μας προκαλεί ανεξάλειπτη εντύπωση η αφθονία των εκδόσεων που αναφέρονται στους αρχαίους πολιτισμούς, στα κλασικά κείμενα, σε απολησμονημένα ιστορικά περιστατικά, σε μια εμπαθή διερεύνηση του «προ-κατεστημένου», όχι για να πολεμηθεί τούτο και να εξοντωθεί, αλλά κυριότατα για να διαφωτιστεί και να χρησιμοποιηθεί. Με τούτο θέλω να πω, πως μια ολοκληρωτική ανατροπή του κατεστημένου δεν είναι μήτε δυνατή μήτε επιθυμητή.
Κι όταν υποστηρίζουμε αυτήν την άποψη, δεν σημαίνει πως υποστηρίζουμε και την άποψη πως έχουν άδικο οι νέοι. Μερικές φορές, βέβαια, μας ερεθίζουν και μας εξοργίζουν οι νέοι με την ορμητική τους αντίρρηση. Μήπως εμείς οι ίδιοι δεν υπήρξαμε κάποτε αντιρρητικοί και προσπαθήσαμε πολλά να τα διορθώσουμε και δεν πραγματοποιήσαμε ένα πλήθος μεταβολές, που τις παραδίνουμε σήμερα μαζί με το κατεστημένο; Ολόκληρο το τεχνολογικό κατεστημένο δεν είναι έργο δικό μας; Οι νέοι το βρήκαν έτοιμο. Ο κόσμος που αντικρίζουν οι νέοι, ως προς την αγαθή του πλευρά, γιατί και τέτοια χωρίς αμφιβολία υπάρχει, είναι ο δικός μας κόσμος. Είναι ο κόσμος που μετρίασε ή και που εξαφάνισε ολωσδιόλου τον ανθρώπινο μόχθο, ο κόσμος που πολέμησε, και τις περισσότερες φορές αποτελεσματικά, τις αρρώστιες, ο κόσμος που άνοιξε τους ευρύτερους από κάθε άλλη φορά στην ιστορία δρόμους της έρευνας, ο κόσμος που ένιωσε την ανάγκη να χτυπήσει τη μισαλλοδοξία, την προκατάληψη, τη δεισιδαιμονία, που έχυσε το αίμα του σε τόσους αγώνες με ευγενική πρόθεση. Οι νέοι δεν πρέπει να το λησμονούν αυτό, αν επιθυμούν να είναι δίκαιοι. Αλλά –φυσικά, υπάρχει ένα τεράστιο «αλλά». Είναι εκείνο που βρέθηκε πέρα από τις δυνατότητές μας. Όλα δεν γίνονται σε μια και μόνη στιγμή. Ο άνθρωπος είναι και δαίμονας και άγγελος. Και οι προαιώνιες ρίζες δεν καταστρέφονται με την προσπάθεια μιας γενιάς. Πίστευα πάντα και πιστεύω ακόμα, πως ο άνθρωπος θα χρειαστεί μεγάλο διάστημα χρόνου, για να νικήσει το ανήμερο θηρίο που φωλεύει μέσα του. Οι πόλεμοι που εξακολουθούν να οργώνουν τη γη είναι οι ευκαιρίες που δημιουργεί ή και μόνο χρησιμοποιεί το θηρίο για να διατηρήσει την ύπαρξή του. Οι στυγνοί ανταγωνισμοί των υλικών συμφερόντων, είτε διατυπώνονται στο πεδίο της μάχης, είτε προκρίνουν τρόπους άλλους όχι λιγότερο δολοφονικούς, οι φανατισμοί που βλέπουν στα πρόσωπα των διαφωνούντων τους αντιπάλους που πρέπει να εξοντωθούν, όλη αυτή η ασυμπόνετη πλάση, που μας οδηγεί συχνά στον απελπισμό, είναι επίσης αποδείξεις της αντοχής του θηρίου. Εδώ και λίγο καιρό διάβασα σε μιαν εφημερίδα τούτη την είδηση (την αντιγράφω λέξη προς λέξη):
Γκρην Ρίβερ (Ουαϊόμιγκ). Ένας νέος 25 ετών αυτοκτόνησε, αφού άφησε ένα σημείωμα, στο οποίο αναφέρει ότι το αυτοκίνητό του έπαθε βλάβη «μέσα στην παγωνιά» και κανένας άλλος αυτοκινητιστής δεν στάθηκε για να τον βοηθήσει. Στο σημείωμά του ο Νταίηβιντ Χαφτσέλτερ γράφει: «Δεν μπορώ πια να υποφέρω την παγωνιά, αλλά κυρίως δεν μπορώ να υποφέρω την αδιαφορία των συνανθρώπων μου, που εξακολουθούν να περνούν δίπλα μου, χωρίς να σταματούν».
Ο Νταίηβιντ αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στο κεφάλι, καθώς ανακοινώθηκε από την αστυνομία. Αυτός λοιπόν ο Νταίηβιντ είναι ένα σύμβολο. Είναι ο νέος άνθρωπος που χάνεται μέσα στην παγωνιά του χειμώνα και μέσα στην παγωνιά της άλλης ψυχής. Που νιώθει πως έχει απομείνει ολομόναχος μέσα σ’ έναν έρημο κόσμο. Και που συλλογίζεται πως τούτη η ζωή δεν αξίζει, αν πρόκειται να τη ζήσεις ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους. Ο Νταίηβιντ αυτοκαταλύεται και μας μαθαίνει ποιο είναι το χρέος μας, αν επιθυμούμε να πλάσουμε την καλύτερη μέρα. Παρά τις μερικές περιπτώσεις, το κατεστημένο είναι ασυμπόνετο, στην ευρύτερη σημασία του όρου. Δεν λογαριάζει τον άνθρωπο. Δεν λογαριάζει τον πόνο του άλλου ανθρώπου. Ενεργητικά, προσπαθεί να τον εξοντώσει, αν δεν τον έχει πειθαρχημένο στο θέλημά του. Παθητικά, αδιαφορεί για την τύχη του.
Αν ύστερα από όλα αυτά θελήσουμε να καταλήξουμε σ’ ένα συμπέρασμα, πολύ εύκολα θα νιώσουμε πως τα κύρια βδελυρά γνωρίσματα του κατεστημένου είναι η υποκρισία, η υποδούλωση στο προσωπικό συμφέρον και η απουσία κάθε ουσιαστικής συμπόνιας προς τον άλλο άνθρωπο. Οι νέοι, αν θέλουν να επιτελέσουν τον προορισμό τους, έναν μεγάλο προορισμό, ας επιχειρήσουν, πολεμώντας το κατεστημένο, να πολεμήσουν αποφασιστικά τα βδελυρά του γνωρίσματα και όχι να τα υιοθετήσουν με τη σκέψη πως έτσι τα πολεμούν αποτελεσματικότερα. Δεν μας χρειάζεται μια καινούρια υποκρισία στη θέση της πατροπαράδοτης. Μήτε η αντικατάσταση των καθιερωμένων συμφερόντων από άλλα μήτε η εκδήλωση της συμπόνιας προς όποιον βρίσκεται σίμα μας και η εκδήλωση της αναλγησίας σ’ εκείνον που δεν βρίσκεται.
Περιμένω την αντίρρηση: «πολύ δύσκολα πράγματα». Είμαι σύμφωνος. Όχι δύσκολα, δυσκολότατα. Αλλά για τα δυσκολότατα αξίζει να προσπαθεί κανείς. Διαφορετικά, τα παλιά ανθρωποειδή θα τα αντικαταστήσουν νεώτερα και, φυσικά, τελειότερα ».