Όποτε διαβάζω αυτό το ποίημα ένα ρίγος διαπερνάει την ψυχή μου. Είναι από τα λίγα εκείνα, τα οποία μπορούν μέσα σε μερικές στροφές να περιγράψουν πλήρως την ανθρώπινη φύση, τις κοινωνικές σχέσεις, τη ματαιοδοξία και τη ματαιότητα, την αέναη αγωνία των ανθρώπινων όντων να δώσουν νόημα, υπόσταση και σκοπό στη ζωή τους και πόσα άλλα… Γλαφυρό, περιγραφικό, θεατρικό όπως και το όνομά του μας εισάγει στην αυλαία του από τον πρώτο στίχο και εμείς από θεατές γινόμαστε οι θεατρίνοι του. Βλέπουμε τους εαυτούς μας να συμπάσχουν και να συμμετέχουν στον ρόλο του ποιήματος, ενώ στη μνήμη μας κάθε φορά που το ξαναδιαβάζουμε εμφανίζεται και ένας ακόμα ρόλος που έχουμε επιλέξει να παίξουμε ή ήδη παίζουμε στις ζωές μας.

Το πόσο επίκαιρο και διαχρονικό παραμένει αυτό το ποίημα φαίνεται αν το εξετάσουμε από τη σκοπιά των σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ή αλλιώς τα social media. Ενώ στο παρελθόν υπήρχαν μόλις δύο από αυτά, το παραδοσιακό γράμμα και το τηλέφωνο, σήμερα με την προσθήκη των SMS, E-Mail, facebook και άλλων, αυτός ο αριθμός ξεπερνάει τα 17 ως προς τις κατηγορίες. Επιπλέον, είμαστε πάντα συνδεμένοι και προσβάσιμοι. Η έλλειψη φυσικής παρουσίας και συνάντησης με τον ενδεχόμενο συνομιλητή συμβάλει στο φαινόμενο πολλοί χρήστες να υιοθετούν, να δημιουργούν και να χρησιμοποιούν προφίλ, τα οποία απέχουν από την πραγματικότητα.

Αυτά σχετίζονται περισσότερο στο πώς θέλουμε να μας βλέπουν οι άλλοι, παρά στο πώς είμαστε πραγματικά. Συνειδητά ή ασυνείδητα αποφεύγουμε να παρουσιάσουμε αβίαστα και χωρίς κάποιο σύμπλεγμα τους εαυτούς μας. Δεν είναι λίγες εκείνες οι φορές που δημιουργούμε φανταστικά πρόσωπα και κόβουμε και ράβουμε τους εαυτούς μας με σκοπό να ικανοποιήσουμε αυτό που θέλει να δει ο “εικονικός” συνομιλητής μας. Αντί να προβάλουμε μια προσωπική τεκμηριωμένη θέση, επιλέγουμε να κρυφτούμε πίσω από μια φωτογραφία, έναν ξένο στίχο ή ένα βίντεο που βρήκαμε στο Διαδίκτυο. Ή περιγράφουμε αυτά που μας αρέσουν με γενικές και αόριστες λέξεις, όπως “αθλητισμός”, “ταξίδια”, “κουλτούρα”, “τέχνες”, απλώς και μόνο για να δημιουργήσουμε μια γενική και αόριστη εντύπωση στον απέναντι άνθρωπο.

Όπως τα βιβλία τα οποία μέσα από το διάβασμα αφήνουν τη φαντασία του αναγνώστη, σύμφωνα με τις δικές του παραστάσεις, τις προσδοκίες, τα πρότυπα σύμβολα και τα βιώματα ζωής του, να πλάσει αυτός τα δικά του σκηνικά, τις εικόνες, τα πρόσωπα και τις παραστάσεις, έτσι και τα social media αποτελούν εξαιρετικές περιπτώσεις για να ξεγελάσουμε τα μυαλά μας και τις προσδοκίες μας ως προς τους καινούριους “φίλους” μας. Στο τέλος καταλήγουμε να έχουμε εκατοντάδες εικονικούς φίλους, αλλά κανέναν ουσιαστικά. Δεν παίρνουμε ένα τηλέφωνο να πούμε “χρόνια πολλά” και να νιώσουμε τη χροιά της φωνής του άλλου ανθρώπου ή αν είναι εντέλει ζωντανός, αλλά κάνουμε like στο γεγονός και γράφουμε μια πρόταση στον “τοίχο” του. Η κοινωνική υποχρέωση απαιτεί τώρα πια λιγότερο χρόνο και κόπο για να εκπληρωθεί.

Όπως παρατήρησε ένας κωμικός στην Αμερική, αν θέλεις να δεις ποιοι είναι οι πραγματικοί φίλοι σου σε κάποιο κοινωνικό μέσο, απλώς ανάρτησε στον “τοίχο” σου, ένα μήνυμα για ένα γεγονός όπου χρειάζεσαι βοήθεια, π.χ. “κόσμο για μετακόμιση” ή “δανεικά για κάτι πραγματικά σοβαρό”. Αυτοί οι οποίοι θα ανταποκριθούν άμεσα από μόνοι τους ανήκουν σε εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι είναι ενδεχόμενοι φίλοι σου. Αν κάνεις το τεστ μερικές φορές μέσα στα ανθρώπινα πλαίσια των πραγματικών σου αναγκών, θα μπορέσεις να τους διακρίνεις καλύτερα.

Θυμάμαι τον εαυτό μου, τους φίλους και την οικογένειά μου όταν ήμουν παιδί. Είχαμε την τύχη να έχουμε ένα αναλογικό τηλέφωνο του ΟΤΕ στο σπίτι και μπορούσαμε που και που να κάνουμε αστικές κλήσεις. Υπεραστικές κλήσεις κάναμε μία ή δύο τον μήνα. Οι παππούδες, οι γιαγιάδες και κάποιοι συγγενείς δεν είχαν, αφού και ακριβό ήταν το τηλέφωνο και στο χωριό δεν υπήρχε γραμμή για σύνδεση. Έτσι επικοινωνούσαμε ακόμα με γράμματα ή μέσω κάποιου γνωστού από κάποιο κοντινό χωριό. Αναρωτιόμασταν πολλές φορές τι κάνουν και πώς τα περνάνε. Για να συναντήσω τους φίλους μου έπρεπε να βγω από το σπίτι και να πάω στα στέκια μας ή στο σπίτι τους. Η σκέψη να τους πάρω τηλέφωνο για να δώσουμε ραντεβού και να συναντηθούμε ήταν εξωγήινη και παράδοξη. Σημασία είχε να βγω από το σπίτι και να πάω να βρω τους φίλους μου. Οι πόρτες μας ήταν ανοιχτές. Ακόμα και να είχαν διάβασμα ή κάποια δουλειά, θα μιλούσαμε μερικά λεπτά, θα τα βλέπαμε ο ένας τον άλλον, θα βεβαιωνόμασταν ότι είμαστε καλά ή ότι χρειαζόμασταν κάποια υποστήριξη ή βοήθεια ο ένας από τον άλλον. Ήταν αδιανόητο να πρέπει κάποιος να σε πάρει τηλέφωνο για να σε συναντήσει και αυτό ίσχυε και για τους ενήλικες. Αν, πάλι, κάποιος επιθυμούσε να μείνει για κάποιον καιρό μόνος του, αυτό ήταν πολύ εύκολο. Σήμερα, όσο και να χρησιμοποιώ την σύγχρονη τεχνολογία, δεν έχω πλήρως προσαρμοστεί. Μου είναι πολύ δύσκολο να γράψω SMS, σπάνια γράφω SMS, απλώς απαντώ σε αυτά. Προτιμώ να πάρω κατ’ ευθείαν ένα τηλέφωνο, για να ακούσω τον άλλον άνθρωπο, για να υπάρχει μεγαλύτερη αμεσότητα. Μου λείπει πάρα πολύ η φοιτητική βιβλιοθήκη, η λέσχη και η σχολή μου από την εποχή που ήμουν φοιτητής στο ΑΠΘ, διότι εκεί μπορούσα να συναντηθώ με πολλούς φίλους και φίλες μου χωρίς να χρειαστεί να δώσουμε ραντεβού από πριν. Είχα ένα απλό κινητό Nokia και η μόνη μου σύνδεση με το ίντερνετ ήταν μερικές ώρες τον μήνα μέσω ενός dial-up modem 64 Kbpps. Αν τότε υπήρχε facebook, δεν νομίζω να το χρησιμοποιούσα, θα μου ήταν απολύτως περιττό και ίσως και ενοχλητικό.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να διευκρινίσω ότι δεν είμαι κατά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τα θεωρώ σπουδαία εργαλεία, εφόσον βέβαια χρησιμοποιηθούν στο μέτρο και τον βαθμό που τους αρμόζει. Μάλιστα τα χρησιμοποιώ και εγώ τακτικά. Σε αυτό το άρθρο εστιάζω κυρίως στη μη ορθολογική τους χρήση, ένα γεγονός το οποίο καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο έδαφος στις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις και που, πιστεύω, είναι ανάγκη να αναδειχθεί και να αντιμετωπιστεί υπεύθυνα από όλους μας. Είναι, για παράδειγμα, πολύ κρίμα να πρέπει κάποιος να στείλει μήνυμα σε κάποιον, όταν μπορεί να τον καλέσει απ’ ευθείας στο τηλέφωνο ή ακόμα περισσότερο να περπατήσει μερικά μέτρα και να τον συναντήσει στο σπίτι του.

Υπάρχει στο TED μια πολύ ωραία ομιλία της Σέρι Τερκλ: “Συνδεδεμένοι αλλά μόνοι;”. Αξίζει να αφιερώσετε είκοσι λεπτά για το παρακολουθήσετε. Θα αρχίσετε να σκέφτεστε πολύ διαφορετικά για το smartphone και τους υπολογιστές σας.

Αναφορικά με το ποιήμα, ο ποιητής αναμφίβολα επηρεάστηκε από τη διαμονή του στην Αίγυπτο. Όταν έγραψε το ποίημα ήταν ήδη ως διπλωμάτης μαζί με την αυτοεξόριστη τότε ελληνική κυβέρνηση από το 1941 στο Κάιρο. Ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια και προσπάθησε να τη δει μέσα από τα μάτια του Καβάφη. Γράφει κάπου το εξής: Πρέπει να πάει κανείς στην Αλεξάνδρεια για να καταλάβει πως δούλεψε ο Καβάφης…Είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να βρει αλλού μία τέτοια “αίσθηση της λιμνάζουσας διάλυσης, της ματαιότητας, της ανθρώπινης προσπάθειας και του αισθησιακού μηδενισμού”.

Θεατρίνοι Μ.Α.

Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
αλλά η μοίρα μας πάντα νικά

και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους, και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.

Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές

ριγμένα ανάκατα μαζί μ’ εμάς
(πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;)
πάνω απ΄το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα

γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν 😉
Και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες

και την καρδιά μας ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.

(Μέση Ανατολή, Αύγουστος ΄43)

Παρακάτω είναι τρεις μελοποιήσεις αυτού του ποιήματος. Η πρώτη είναι από τα “Μωρά στη Φωτιά”, από τον ομώνυμο δίσκο τους “Θεατρίνοι Μ.Α.” το 1999, η δεύτερη είναι από τον Απόστολο Ρίζο και τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη στο “επιμελώς ατημέλητα” το 2011 και η τρίτη από τη Βολιώτικη Χορωδία  το 2012.

Πηγές – Παραπομπές