Καθώς επέστρεφε στο σπίτι άκουγε διαρκώς ειδήσεις και συνομιλίες για τα αποτελέσματα των εκλογών. Η χώρα είχε χωριστεί στα δύο, στους μνημονιακούς και στους αντιμνημονιακούς. Ένας ιδιότυπος εμφύλιος είχε κάνει την εμφάνισή του καλώντας άπαντες τους πολίτες να αποφασίσουν με ποιών το μέρος να ταχθούν. Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, το αρχέγονο ελληνικό τοπίο, αυτή η μεγάλη αγκαλιά, πάλλονταν προσπαθώντας να υπενθυμίσει στους Έλληνες τον μαρτυρικό του σπαραγμό.
Κανάλια και ειδήσεις μιλούσαν για καταστροφή, διλήμματα και αδιέξοδα. Άνθρωποι λογομαχούσαν μεταξύ τους, ενώ κάποιοι άλλοι απλώς έπιναν καφέ, αδρανείς και αμήχανοι, σαν τα πρόβατα πριν τη σφαγή.
Στον δρόμο είδε τον παππού του. Αφού αγκαλιάστηκαν και ασπάστηκαν, του είπε: “Παππού, φοβάμαι πολύ για τα πράγματα. Πότε θα έρθει ηρεμία σε αυτόν τον τόπο;”
Του αποκρίθηκε ο γέροντας: “Αυτή είναι η Ελλάδα, η χώρα του ήλιου και των σεισμών. Ποτέ δεν θα υπάρξει ηρεμία, μα μη φοβάσαι!”. Του έδειξε τότε τη γη και του είπε: “Αν θες από αυτό το χώμα να βγει ξανά ζωή, τότε θα πρέπει να το σκάψεις ξανά και ξανά. Και αν θέλεις βροχή, τότε να ευχαριστείς τον Θεό για τον ταραγμένο ουρανό και για τα ρεύματα των ωκεανών. Και αν φοβάσαι τους μουσώνες, τότε γίνε ένα με αυτούς. Όταν θα βραχείς, τότε θα διαπιστώσεις ότι αυτό που φοβόσουν δεν είναι και τόσο τρομερό δα, δεν θα φοβάσαι πια, θα αγαπήσεις το νερό και σύντομα τα πάντα γύρω σου θα αρχίσουν να βλασταίνουν και να ξαναζούν. Μα μην ξεχάσεις ποτέ πως όλα αυτά δεν θα αποκτήσουν ποτέ νόημα αν δεν μπορείς να τα μοιραστείς με τον διπλανό σου”.
Αυτά του είπε και τον βύθισε σε μακρινές σκέψεις και όμορφους συνειρμούς. Η ζωή κρύβεται μέσα στην κίνηση και το ανακάτεμα και αυτό που πραγματικά αξίζει είναι να μπορείς να συνυπάρξεις αρμονικά.
Στον δρόμο μάλωναν και πάλι δύο γείτονές του, κοινοί του φίλοι. Τους πλησίασε και τους είπε: “Ότι και να συμβεί θα είστε πάντα φίλοι μου. Και όσα μνημόνια και καταστροφές να έρθουν στον τόπο, πάντα θα παλεύω να έχω ένα πιάτο φαγητό για εσάς, να έρχεστε στο σπίτι να τρώμε μαζί. Και αύριο να μας τα πάρουν όλα, να μας μείνει τουλάχιστον το φιλότιμο και η ελληνική καρδιά”.
Τον κοίταξαν και μεμιάς τα ξέχασαν όλα. Έπειτα, κίνησαν όλοι μαζί σε κάποιου φίλου το σπίτι να βοηθήσουν σε μια μετακόμιση. Αλλά τώρα πια, όχι για να μετακινήσει τα πράγματά του, αλλά το αντίθετο, δεν θα άφηναν να φύγει τίποτα από το σπιτικό, δεν θα το άδειαζαν το σπίτι.

(Μάης 2012)